«Aυξήσεις της τάξης του 10% θεωρούμε ότι δεν θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση, ενώ η αύξηση στο [συνολικό] μισθολογικό κόστος δεν φαίνεται να ξεπερνάει το 3%»
Γιάννης Καπλάνης, μέλος της επιτροπής οικονομολόγων που εξέδωσε το πόρισμα της διαβούλευσης για τον κατώτατο μισθό, καθησυχάζοντας τις ανησυχίες των δεξιών και των αφεντικών για λουκέτα και «εκτίναξη» του μισθολογικού κόστους
Είναι ήδη πολλά τα χρόνια που οι καπιταλιστές και οι οικονομολόγοι τους εργάζονται μεθοδικά για να μειώσουν το επίπεδο των αναγκών και των κοινωνικών προσδοκιών και να μας προσαρμόσουν στη λιτότητα των μνημονίων· μια λιτότητα που δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να αντιμετωπίσουν την κρίση συσσώρευσης και τον διαρκώς εντεινόμενο ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό των τελευταίων δεκαετιών. Το χρέος και τα μνημόνια υπηρέτησαν και υπηρετούν κατά τον καλύτερο τρόπο αυτή τη στόχευση, υλοποιώντας μέσω μιας «θεραπείας-σοκ» πολιτικές υποτίμησης και απαξίωσης της εργασίας και της ζωής όλων των προλετάριων, ντόπιων και μεταναστών. Η αριστερά του κεφαλαίου ανέλαβε να συνεχίσει και –πατώντας στην ελάχιστη κοινωνική νομιμοποίηση που της έχει απομείνει– να ολοκληρώσει εκείνες τις ριζικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες στο κεφάλαιο για ένα νέο κύκλο/τύπο συσσώρευσης. Η μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την ψήφιση του ασφαλιστικού νόμου το 2016, ήρθε μετά το 2017 να συμπληρώσει την σκληρή επίθεση εναντίον μας με ένα νέο εργατικό πλαίσιο. Πυρήνας του ήταν η καταρράκωση των μισθών και η ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος. Το δεύτερο σημαίνει την πλήρη απελευθέρωση του κάθε αφεντικού από τα «περιττά βαρίδια» των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (εθνικών–κλαδικών), ώστε να μπορεί, αντιμετωπίζοντας πλέον ατομικοποιημένα τον κάθε εργαζόμενο, να τον κάνει όσο λάστιχο θέλει, ανάλογα με τις ξεχωριστές ανάγκες της επιχείρησής του. Μέσο για την επίτευξη αυτών των πολυπόθητων για τα αφεντικά στόχων ήταν η διάλυση της νομοθετημένης εργάσιμης μέρας, η απόλυτη ευελιξία και η εργασιακή πειθαρχία.
Ο μισθός είναι φετίχ κι εμείς φετιχιστές!
Όταν, πριν από την εποχή του ψευδούς διπόλου φασισμός/αντι-φασισμός, υπήρχε ακόμα εργατικό επαναστατικό κίνημα, οι εργάτριες δεν έτρωγαν το παραμύθι που η καπιταλιστική τάξη σερβίρει στο προλεταριάτο –και το οποίο σήμερα συνηθίζουμε να καταπίνουμε αμάσητο – πως ο μισθός δηλαδή αποτελεί το δίκαιο αντίτιμο για την εργασία που προσφέρουμε. Ο μισθός εμφανίζεται μέσα στον αντεστραμμένο κόσμο μας ως «φυσικό» πλήρες αντίτιμο της λειτουργίας του εμπορεύματος-εργασιακή δύναμη που «ελεύθερα» προσφέρεται απ’ τον κάτοχό της προς τον «ίσο» του καπιταλιστή.
Πληρώνουν πράγματι όμως τα αφεντικά την «αξία όλης της εργασίας» που προσφέρουν οι μισθωτοί, όπως ισχυρίζονται; Πρόκειται πράγματι για μια ισότιμη ανταλλαγή; Κι αν ναι, τότε γιατί το προϊόν της εργασίας τους δεν καταλήγει ολόκληρο, ή έστω κατά το μεγαλύτερο μέρος του, στα χέρια των εργατριών ως αντάλλαγμα για τη δουλειά τους;
Στην πραγματικότητα ο μισθός είναι ένα φετίχ που συγκαλύπτει την ταξική κυριαρχία και την απλήρωτη υπερεργασία. Με τον μισθό η εργάτρια πληρώνεται μόνο την αξία των προϊόντων που είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή της, ενώ το υπόλοιπο προϊόν το καρπώνεται ο καπιταλιστής. Αν και απάτη, όμως, όσο ισχύει η καπιταλιστική κοινωνική σχέση, ο μισθός είναι το βασικό μέσο που έχει η εργάτρια για να συντηρείται, ώστε να μην είναι δούλα η ίδια και η εργατική τάξη μια μάζα πληβείων.
Η καπιταλιστική αφήγηση περί «δίκαιου» και πλήρους αντιτίμου ήταν στο απώγειό της τις «χρυσές» εποχές της ανάπτυξης όταν οι μισθοί ήταν υψηλότεροι. Στη τωρινή συγκυρία της μεθοδευμένης κρίσης ο μισθός είναι είδος προς εξαφάνιση και δεν επαρκεί καν για την αναπαραγωγή μας ως εργασιακή δύναμη: άλλοι από εμάς πληρώνονται ελάχιστα, άλλοι έναντι και με καθυστερήσεις μηνών κι άλλοι καθόλου, γιατί το αφεντικό κατέβασε ρολά και άνοιξε με άλλη επωνυμία!
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στα βήματα των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων του Πασόκ και της Δεξιάς, έβαλε πρώτα ως στόχο να απαλλάξει σε μεγάλο βαθμό την εργατική τάξη από το φετίχ του μισθού και τις αυταπάτες της και τώρα, ενώπιον των επερχόμενων εκλογών, παρουσιάζεται ως υπερασπιστής του μισθού, ο οποίος επιβαρύνει τα αφεντικά κατά… 3%, όπως μας πληροφορεί ο κος Καπλάνης. Κι αφού πρώτα θεσμοθέτησε με το νέο εργασιακό πλαίσιο του 2017 το πετσόκομμα του βασικού μέσου συντήρησης της εργατικής τάξης, μετά βέβαια από πολλές «διαπραγματεύσεις», «αγώνες» ενάντια στο καρτέλ του ΣΕΒ, «κόκκινες γραμμές» και άλλα με τον Τοτό… Απέναντι σε αυτό το ξεχαρβάλωμα το προλεταριάτο πρέπει να απαντήσει: «Είμαστε φετιχιστές! Δεν θέλουμε να απαλλαγούμε από τις αυταπάτες μας! Θέλουμε μεγαλύτερο μισθό και/για λιγότερη δουλειά!».
Τι έχουν πετύχει τα δεξιά και τα αριστερά αφεντικά μέχρι τώρα;
Τα σημαντικότερα αποτελέσματα της πολιτικής σοκ των τριών μνημονίων είναι η κατακόρυφη πτώση του άμεσου και έμμεσου μισθού, η σχεδόν πλήρης κατάργηση του παλιού εργασιακού δικαίου, η ραγδαία αύξηση των επισφαλών θέσεων εργασίας, ο κατακερματισμός των εργαζομένων με τις επιχειρησιακές (ή και ατομικές) συμβάσεις και η ανακύκλωσή τους σε ένα αέναο φαύλο κύκλο μεταξύ επισφαλούς εργασίας, ανεργίας και δια βίου κατάρτισης.
Μεγάλη μείωση του άμεσου μισθού μας
Αυτή περιλαμβάνει την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού και μείωση των επιδομάτων στο δημόσιο τομέα και την επίθεση στο μισθό των υπόλοιπων εργαζομένων μέσα από την απορρύθμιση του συλλογικού εργατικού δικαίου όταν από το 2010 η διαπραγμάτευση της σύμβασης γίνεται ενδοεπιχειρησιακό επίδικο (βλ. επιχειρησιακές ή ατομικές συμβάσεις εργασίας). Την πρόσδεση του μισθού στα εκάστοτε ελάχιστα νόμιμα όρια της ΕΓΣΣΕ που βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, ακολουθεί η κατάργηση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, που ακυρώνει μ’ αυτόν τον τρόπο τις ευρύτερες κλαδικές / ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ. Ο κατώτατος μισθός που κάποτε προοριζόταν να προστατεύει τους χαμηλά αμειβόμενους μειώνεται το 2012 κατά 22% και συμπαρασύρει ανάλογα μαζί του υπερωρίες, επιδόματα ανεργίας, ασθενείας, μητρότητας και συντάξιμες αποδοχές. Ταυτόχρονα, θεσμοθετείται μια νέα κατηγορία υποκατώτατου μισθού (με μείωση κατά 32%) για τους κάτω των 25 ετών. Με την αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας, οι πραγματικοί μισθοί υπέστησαν επιπλέον μείωση (συνολικά -19,5% την περίοδο 2010-2017).
Επέκταση της επισφάλειας και της ευελιξίας
Παράλληλα με τις μειώσεις των μισθών, επεκτάθηκε η επισφάλεια στους χώρους εργασίας. Στις νέες προσλήψεις κυριαρχούν οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας, σε βάρος των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης εργασίας (οι πρώτες αντιστοιχούν σταθερά σε άνω του 55% του συνόλου), ενώ την περίοδο 2009-2018 εκτινάχθηκαν τα ποσοστά της μετατροπής των συμβάσεων αορίστου χρόνου σε ορισμένου είτε με –υποτίθεται– σύμφωνη γνώμη του εργαζόμενου είτε χωρίς αυτήν. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την ούτως ή άλλως μεγάλη έκταση της αδήλωτης ή υποδηλωμένης εργασίας, σηματοδοτεί την εδραίωση αυτών των μορφών εκμετάλλευσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, καθώς και των μισθών πείνας, ακόμα και κάτω των 500 ευρώ (μεικτά) για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της τάξης μας (περίπου το 22%).
Επέκταση της απλήρωτης εργάσιμης ημέρας
Παράλληλα, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων σήμερα εργάζεται πέραν του κανονικού ωραρίου, πολλές φορές απλήρωτα, σαν να μην έφτανε η ήδη απλήρωτη εργασία μας εντός του 8ωρου. Το αποτέλεσμα είναι ολοένα και μικρότερα περιθώρια διαχείρισης του “ελεύθερου χρόνου” σε ένα διαρκές κυνήγι συμπλήρωσης του μισθού-φιλοδωρήματος, που συνεπάγονται τόσο η υπερωριακή όσο και η μερική/εκ περιτροπής/περιστασιακή εργασία!
Διαρκή περιπλάνηση των εργαζομένων σε σκατοδουλειές
Ο αριθμός όσων εργαζομένων απολύθηκαν, έληξε η σύμβασή τους ή «αποχώρησαν οικειοθελώς» από την εργασία τους συνεχίζει να ξεπερνά τον αριθμό των μισθωτών. Δηλαδή, είναι σαν, κάθε χρόνο μάλιστα, να χάνει ή να εγκατέλειπει την εργασία του, τουλάχιστον μια φορά, το σύνολο των μισθωτών της χώρας!
Καθόλη τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας οι καπιταλιστές επιδίωκαν και κατάφεραν να αποτυπώσουν και στο θεσμικό δίκαιο την άθλια εργασιακή πραγματικότητα που ήδη βιώναμε. Έτσι, μετά την ολοκλήρωση μιας ακόμα «περήφανης διαπραγμάτευσης» της κυβέρνησης της αριστεράς του κεφαλαίου με τους δανειστές το 2017, τα μέτρα που προέβλεπε η τεχνική συμφωνία τους δεν θα αργούσαν να γίνουν κι αυτά νόμος του κράτους. Πολλοί αφελείς συνάδελφοι είδαν τότε με ανακούφιση να «απομακρύνεται το φάσμα της χρεοκοπίας». Θα αρκούσε όμως να ρίξουν μια ματιά στα συμφωνηθέντα για να αλλάξουν άποψη και να βγουν στο δρόμο, καθώς ο νόμος 4488/2017 αποτελούσε μια συνέχεια της επίθεσης που δεχόταν η εργατική τάξη τα προηγούμενα 7 χρόνια. Αυτό δεν έγινε κι έτσι μας απέμεινε ο άχαρος ρόλος να καταγράφουμε ρυθμίσεις:
- Διατηρήθηκε το όριο μαζικών απολύσεων στο επίπεδο του 5% στις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζόμενους, αλλά διευκολύνθηκε η υλοποίησή τους, καθώς αντικαταστάθηκε το τότε ισχύον πλαίσιο διοικητικής έγκρισης από μια διαδικασία κοινοποίησης μέγιστης διάρκειας τριών μηνών. Η εξέλιξη αυτή, συμβάδισε με την παρατηρούμενη τάση συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, αλλά και με την επερχόμενη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, της ΔΕΗ και των συγκοινωνιών (βλ. παρακάτω). Ας σημειωθεί πάντως ότι για την συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων καπιταλιστών, ούτως ή άλλως, δεν υφίσταται κανένα όριο στις απολύσεις, αφού για επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 20 εργαζόμενους δεν υπάρχει όριο/περιορισμός στις απολύσεις.
- Η ταχεία δικαστική διαδικασία που χρησιμοποιείται για να κρίνεται η νομιμότητα των απεργιών άρχισε να χρησιμοποιείται και για διαφορές βάσει του άρθρου 656 του Αστικού Κώδικα: επαναφέρθηκε έτσι από την «πίσω πόρτα» το «λοκ άουτ», καθώς η κήρυξη απεργίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως «λόγος ανωτέρας βίας».
- Ανεστάλη για μια ακόμα φορά η εφαρμογή της αρχής της ευνοϊκότητας και της αρχής της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων, έως το «τέλος του 3ου Μνημονίου» (Ιούλιος 2018), γεγονός που επέφερε νέο πάγωμα των μισθών και την υπονόμευση της ισχύος των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, όσων, ελάχιστων, εξακολουθούν σήμερα να ισχύουν. Τώρα κατά πόσο το τρίτο μνημόνιο τελείωσε όντως το 2018 θα το δούμε παρακάτω.
- Αναθεωρήθηκε το τότε ισχύον πλαίσιο διαμεσολάβησης και διαιτησίας με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να προσφεύγουν μονομερώς στους οργανισμούς διαιτησίας, γεγονός που θα καταστήσει άνευ πρακτικής σημασίας τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας (όταν επιτρέψει την επαναφορά τους η τρόικα).
- Δρομολογήθηκε η αύξηση της φορολογίας το 2020 μέσω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου, γεγονός που θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα κατά ένα μισθό/σύνταξη.
- Επεκτάθηκαν οι αιτίες απόλυσης συνδικαλιστών (πχ. σε περιπτώσεις τέλεσης ποινικών αδικημάτων) και συρρικνώθηκαν οι συνδικαλιστικές άδειες.
- Δρομολογήθηκε η θεσμοθέτηση νέων μέτρων «αξιολόγησης» και κινητικότητας στο Δημόσιο που στην πραγματικότητα αποτελούν τον «προθάλαμο» για την πραγματοποίηση νέων απολύσεων, ενώ επιβλήθηκε «ταβάνι» στον αριθμό των συμβασιούχων. Ακόμη και οι νέες προσλήψεις εκπαιδευτικών που αναγγέλθηκαν προεκλογικά, εάν και εφόσον εν τέλει αυτές πραγματοποιηθούν, εντάσσονται στο παραπάνω πλαίσιο δια βίου κατάρτισης και (επαν)αξιολόγησης, εντείνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων, με έπαθλο λίγες κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας.
- Μετά την ιδιωτικοποίηση των λιμανιών του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, των περιφερειακών αεροδρομίων και της έκτασης του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού, δρομολογήθηκε η πραγματοποίηση ενός νέου κύκλου ιδιωτικοποιήσεων μέσω του ΤΕΑΔ (πρώην ΤΑΙΠΕΔ). Η ΔΕΣΦΑ (φυσικό αέριο) πωλήθηκε το Δεκέμβριο του 2018 ενώ η πώληση λιγνιτικών μονάδων στη Μεγαλόπολη και τη Φλώρινα έχει αποτυπωθεί σε νόμο ήδη από την άνοιξη του 2018 (4533/2018). Ας σημειωθεί ότι η έκταση της δημόσιας περιουσίας που έχει ενταχθεί στο ΤΑΙΠΕΔ είναι δύσκολο να εντοπιστεί – πρόσφατα μόνο έγινε γνωστό ότι περιλαμβάνει ακόμα και δημοτικά σχολεία και πάρκα!
- Επεκτάθηκε το άνοιγμα των καταστημάτων 30 Κυριακές το χρόνο και η περαιτέρω απορύθμιση του ωραρίου και της ζωής των εμποροϋπαλλήλων.
- Δρομολογήθηκε η αναδιάρθρωση των μέσων μαζικής μεταφοράς ώστε το ετήσιο έλλειμμά τους να μην υπερβαίνει τα 40 εκατ. ευρώ, πράγμα που οδήγησε στις μπάρες και σε πιο αραιά δρομολόγια.
Όσον αφορά τον έμμεσο μισθό, η νέα επίθεση που ήρθε να προστεθεί στις μειώσεις συντάξεων ύψους άνω των 50 δισ. ευρώ από το 2010 έως σήμερα, περιλαμβάνει:
- Την μείωση των συντάξεων όλων των «νέων» συνταξιούχων, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλος, ενώ η επίθεση στις «παλιές» συντάξεις, μέσω της κατάργησης της «προσωπικής διαφοράς» που σήμερα λαμβάνουν οι «παλιοί» συνταξιούχοι και η οποία επίσης προβλέπεται από τον ίδιο νόμο, πήρε παράταση για την 1-1-2023.
- Την αύξηση των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς ο υπολογισμός τους γίνεται πλέον βάσει των ακαθάριστων εσόδων, δηλ. συνυπολογίζοντας και τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους που καταβλήθηκαν κατά το προηγούμενο έτος.
- Μείωση ή κατάργηση μιας σειράς επιδομάτων, όπως τα οικογενειακά, το επίδομα πετρελαίου, τα επιδόματα ανεργίας, ένδειας, απροστάτευτων τέκνων, νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας κλπ., τα οποία ενσωματώνονται στην απάτη που λέγεται Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, συρρικνώνοντας το καταβαλλόμενο ποσό.
- Σα να μην έφταναν τα παραπάνω μέτρα, στα πλαίσια της επόμενης αξιολόγησης τον Σεπτέμβριο του 2017, θεσμοθετήθηκε (φυσικά, ύστερα από «σθεναρή διαπραγμάτευση με την τρόικα»):
- Η κήρυξη απεργίας με το 50% + 1 των εγγεγραμμένων μελών ενός σωματείου, και όχι των παριστάμενων στη γενική συνέλευση μελών, όπως προβλεπόταν μέχρι τότε· δηλαδή, με τα σημερινά δεδομένα, ποτέ. Μέτρο που αποσκοπεί να προωθήσει ακόμα περισσότερο τη… δημοκρατία στους χώρους εργασίας, καθώς, όπως είχε δηλώσει ο πρώην υπουργός Εργασίας Γ. Κατρούγκαλος, «αυτό που γίνεται τώρα, να αποφασίζουν για απεργιακές κινητοποιήσεις μειοψηφίες, δεν είναι δημοκρατικό».
Η σημερινή απάτη της «επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων» και των «αυξήσεων» στους μισθούς
Οι οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι η «αύξηση» του κατώτατου μισθού αφορά το 8,3% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Λένε ότι στις μεγάλες επιχειρήσεις, τα ποσοστά των εργαζομένων με κατώτατο μισθό είναι της τάξης του 2%, αλλά ανεβαίνουν πάνω από 10% για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αυτός είναι ο λόγος που η επιτροπή που εξέδωσε το πόρισμα συμπέρανε πως η αύξηση του μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας που θα προκύψει από την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10% θα είναι μόλις 2,86%, 1% για επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 απασχολούμενους και 4,7% για επιχειρήσεις με έως 9 απασχολουμένους. Η «επιβάρυνση» των αφεντικών θα είναι 1,6% στη μεταποίηση και θα φθάσει έως 3,7% στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, ενώ σε καταλύματα και εστίαση θα αγγίξει το 4,6%. Η επιτροπή ανησυχεί για το γεγονός ότι ακόμη και μια ήπια αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να κλονίσει κάποιες εξαιρετικά αδύναμες επιχειρήσεις, κυρίως από τους κλάδους του λιανικού εμπορίου και της εστίασης. Παρακάτω θα δούμε γιατί αυτή η ανησυχία δεν είναι δικαιολογημένη.
Ο νέος αυξημένος κατώτατος μισθός θα ισχύει και για τους νέους έως 25 ετών, οι οποίοι σήμερα παίρνουν τον υποκατώτατο των 510 ευρώ μεικτά. Το επόμενο διάστημα αναμένεται να οριστικοποιηθεί και το πρόγραμμα επιδότησης του 50% των εργοδοτικών εισφορών για εργαζομένους νέους, ηλικίας έως 25 ετών, ώστε να αντισταθμιστεί η χασούρα των αφεντικών από την απότομη αύξηση των αποδοχών τους με δωρεάν δημόσιο χρήμα και να μην τους πετάξουν αμέσως έξω από τις δουλειές. Η αύξηση του κατώτατου αναμένεται να συμπαρασύρει και τα «παγωμένα» επιδόματα προϋπηρεσίας, όπως επίσης και το επίδομα γάμου 10% λόγω υπαγωγής στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβασης Εργασίας. Όπως βέβαια αναμένεται να αυξήσει και τα επιδόματα ανεργίας, αλλά και τις αμοιβές των ανέργων που συμμετέχουν σε προγράμματα απασχόλησης. Στον αντίποδα, προβλέπεται επιβάρυνση στις εισφορές περίπου 1 εκατ. μη μισθωτών, οι οποίοι καταβάλλουν τη χαμηλότερη δυνατή ασφαλιστική εισφορά.
Ο ΣΕΒ είχε ζητήσει να υπάρξει αύξηση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου σύμφωνα με τον ρυθμό αύξησης της μέσης παραγωγικότητας για το 2018, καθώς και η όποια αύξηση να συνδυασθεί με άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Για να μην μειωθούν κι άλλο οι ασφαλιστικές εισφορές των αφεντικών (που είναι ήδη μειωμένες λόγω της μεγάλης έκτασης της υποδηλωμένης εργασίας) κι αδειάσουν εντελώς τα ασφαλιστικά ταμεία, η Αχτσιόγλου, ως αντιπροσφορά στα αφεντικά, πάγωσε το Νοέμβριο του 2018 τη διαδικασία επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων που είχε ξεκινήσει το Σεπτέμβρη.
Ας δούμε τώρα την περίφημη «αύξηση» των μισθών από δύο σκοπιές: μια καθαρά αριθμητική και μια κοινωνική-ουσιαστική, βασισμένη στις πραγματικές στρατηγικές των αφεντικών στην αγορά εργασίας.
Από αριθμητική σκοπιά, η καθαρή μηνιαία αύξηση που θα φτάσει στην τσέπη των μισθωτών τον επόμενο χρόνο, μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών τους εισφορών τους και τη νέα μείωση του αφορολόγητου από την 1/1/2020, θα είναι μόλις 4,2%, δηλ. 21 ευρώ στο χέρι, ή αλλιώς ούτε καν ένα ευρώ ανά ημέρα εργασίας! Μόνο όσοι έπαιρναν τον υποκατώτατο και όσοι παίρνουν το επίδομα ανεργίας και την ειδική παροχή προστασίας της μητρότητας θα πάρουν πάνω από ένα ευρώ την ημέρα.
Πάμε τώρα στην ουσία του ζητήματος, στην πραγματική κατάσταση στους χώρους εργασίας. Οι εργαζόμενοι με αμοιβές μέχρι τα κατώτατα όρια του 2012 (750 με 800 ευρώ) εκτοξεύτηκαν από τότε, λόγω του δεύτερου και του τρίτου μνημονίου, από το 18% στο 51% του συνόλου των μισθωτών! Με την μετατροπή χιλιάδων συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε δήθεν μερικής απασχόλησης οι αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό εργαζόμενοι έφτασαν, σύμφωνα με την πρόσφατη ομολογία του υπουργείου εργασίας, τις 600.000, αριθμός που φυσικά σε καμιά περίπτωση δεν αντιστοιχεί μόνο στο 8,3 % των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Οι τριετίες έχουν παγώσει, οι συμβάσεις που υπογράφονται είναι ατομικές, η απλήρωτη υπερωριακή εργασία οργιάζει, άνθρωποι που δουλεύουν δεκάωρα δηλώνονται ως τετράωροι και στα τουριστικά μαγαζιά στα νησιά τα καλοκαίρια βασιλεύει η μαύρη εργασία. Για να αντιμετωπίσουν την πενιχρή αύξηση του κατώτατου μισθού, τα αφεντικά θα εκμεταλλευτούν την έλλειψη νέων συλλογικών συμβάσεων και θα παγώσουν τους μισθούς που υπερβαίνουν τον κατώτατο.
Το ζήτημα του μισθού δεν είναι μόνο ζήτημα κρατικής ρύθμισης ή απορρύθμισης, είναι πάνω απ’ όλα ζήτημα ταξικής πάλης, δηλ. ζήτημα συσχετισμού δύναμης.
Γιατί στεκόμαστε ενάντια στην απάτη των «αυξήσεων» και δεν κοιτάμε τη «δουλίτσα» μας;
Στα εννιά χρόνια των μνημονίων έχουν χαθεί πολλά δισ. από μισθούς και συντάξεις. Ενώ οι καπιταλιστές καρπώθηκαν τις περικοπές των μισθών των ιδιωτικών υπαλλήλων και έβγαλαν το παραδάκι στο εξωτερικό, το κράτος καρπώθηκε τις περικοπές των μισθών και των συντάξεων των δημόσιων υπαλλήλων για να αποπληρώνονται οι τοκογλύφοι δανειστές του. Με απλά λόγια όλοι τρώνε με χρυσά κουτάλια και πίνουν εις υγείαν του μαλάκα, της τάξης μας! Πόσο ακόμα θα τους αφήνουμε να μας μεταχειρίζονται έτσι; Πόσο ακόμα θα μένουμε θεατές, ενώ η τάξη μας οδηγείται στην πλήρη απαξίωση και τη ζητιανιά μιας οποιασδήποτε “δουλίτσας” και μιας μικρής αύξησης;
Ο συνεχής κατακερματισμός της τάξης σε όλο και περισσότερες κατηγορίες και η συνεχής, βίαιη προσαρμογή μας στην προκρούστεια κλίνη της κάθε καπιταλιστικής ανάγκης δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Ο απολογισμός της επίθεσης που προηγήθηκε συμβάλλει στη συνειδητοποίηση πως δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με την αλλαγή ενός νόμου με έναν άλλον, αλλά με την εμβάθυνση της μεταρρύθμισης των εργασιακών σχέσεων σε βάρος όλης της τάξης.
Πρέπει μέσα από τοπικές διακλαδικές ταξικές συνελεύσεις να ξεπεραστεί η διαίρεση της τάξης σε μόνιμους και μερικής απασχόλησης, σε εργαζόμενους και “νοικοκυρές”, σε κλάδους και συντεχνίες. Στην πολιτική αυτή του κεφαλαίου πρέπει να απαντήσουμε με τη δική μας αυτόνομη πολιτική στρεφόμενοι ενάντια στην ίδια την καπιταλιστική σχέση: με αγώνες κοινούς που συσπειρώνουν όλα τα μέλη της τάξης μας και που θέτουν την ικανοποίηση κάθε επί μέρους αιτήματος στην υπηρεσία της ικανοποίησης των γενικών συμφερόντων της τάξης. Ακόμα καλύτερα, κάθε ικανοποίηση επί μέρους αιτημάτων να εμπλέκει στη διεκδίκησή της όλα κατά το δυνατόν τα τμήματα και τα «επαγγέλματα» της τάξης, ώστε να ξεπερνάει έτσι στην πράξη αιτήματα, διεκδικήσεις, μορφές αγώνα και νοοτροπίες που σέβονται τον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και εξυπηρετούν επιχειρησιακά, επαγγελματικά και κλαδικά αιτήματα και συμφέροντα. Ας φανταστούμε που θα μπορούσε να οδηγήσει ο πρόσφατος ξεσηκωμός των αναπληρωτών εκπαιδευτικών, αν συνδεόταν με τα αιτήματα των προσωρινών εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα και των ανέργων. Πράγμα που δυστυχώς δεν έγινε, προς ανακούφιση των κρατούντων.
Στις κουβέντες μας δεν μπορεί πια να κυριαρχεί το μίζερο θέμα: «Δουλίτσα υπάρχει;» αλλά να αντικατασταθεί από ερωτήσεις όπως «Μισθός υπάρχει;» ή «Εσένα πόσο σε δουλεύει το αφεντικό σου;» ή «Ως πότε θα βάζουμε “πλατούλα” στην επιχείρηση;» Και εννοείται ότι όταν μιλάμε για μισθό δεν εννοούμε ούτε τα ψίχουλα της πρόσφατης «αύξησης» ούτε κάποια αύξηση στο ωρομίσθιο που είναι δυο φορές απάτη αλλά έναν υψηλό άμεσο και έμμεσο/κοινωνικό μηνιαίο μισθό.
Αν στεκόμαστε απέναντι στην ευελιξία των σχέσεων εκμετάλλευσης που μας προσαρμόζει στα μέτρα του κάθε αφεντικού, δεν το κάνουμε από κάποια νοσταλγία για μια «κανονική» δουλειά· η αντίθεσή μας στην προωθούμενη ανασφάλεια δε γίνεται από τη σκοπιά της διεκδίκησης μιας «μόνιμης και σταθερής εργασίας» αλλά από τη σκοπιά της διεκδίκησης ενός σταθερού, ικανοποιητικού ως προς τις ανάγκες μας μισθού, είτε εργαζόμαστε είτε όχι, για όλη την τάξη (ντόπιους και μετανάστες). Έναν μισθό που επιπλέον, θα μας δίνει τη δυνατότητα συλλογικής αντίστασης στην καπιταλιστική επέλαση και θα μας φέρνει σε μια καλύτερη θέση στο συσχετισμό δύναμης απέναντι στο κεφάλαιο και το κράτος του.
Διεκδικούμε μισθό γνωρίζοντας ότι ακόμα και σε «ιδανικές» συνθήκες είναι απάτη, ψέμα και εκμετάλλευση. Ο τελικός μας στόχος είναι η οικειοποίηση όλου του πλούτου που παράγουμε και σφετερίζονται τα αφεντικά, διαλύοντας ταυτόχρονα την εμπορευματική του μορφή.
Στη μίζερη και μοιρολατρική αποδοχή της πραγματικότητας όπως αποκαλύπτεται σε καθημερινές κουβέντες, επιτέλους ας αντιπαραθέσουμε μια πολεμική ετοιμότητα, ξεκινώντας να λέμε «Θέλουμε μισθό κι όχι δουλίτσα»!
Συνέλευση Εργαζομένων-Ανέργων από την Πλατεία Συντάγματος
http://synelefsi-syntagmatos.espivblogs.net/
Μάρτιος 2019
Η προκήρυξη σε pdf